- οτοστόπ
- τοάκλ. η ενέργεια ενός πεζοπόρου κατά την οποία σταματά διερχόμενο όχημα ζητώντας τη δωρεάν μεταφορά του από τον οδηγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. auto-stop].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οτοστόπ — το (λ. γαλλ., άκλ.), κάλεσμα οχήματος να σταματήσει και να μας πάρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωτοστόπ — το, Ν άκλ. το οτοστόπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. auto stop] … Dictionary of Greek
ωτοστόπ — το βλ. οτοστόπ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)